ψωμοζώ

ψωμοζώ
μόλις βγάζω το απαραίτητο ψωμί μου ώστε να μην πεθάνω από την πείνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψωμοζώ — Ν ζω πολύ φτωχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + ζω] …   Dictionary of Greek

  • φυτοζωώ — φυτοζώησα 1. αμτβ., ζω σαν φυτό, περνώ ζωή γεμάτη στερήσεις. 2. μτφ., αδρανώ, απραχτώ, εκδηλώνω υποτυπώδη ύπαρξη: Η γεωργία φυτοζωεί. 3. μτφ., παρακμάζω, φθίνω, πέφτω σε μαρασμό. 4. μτφ., ψευτοζώ, κουτσοζώ, ψωμοζώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”